ἱππασία — ἱππασίᾱ , ἱππασία riding fem nom/voc/acc dual ἱππασίᾱ , ἱππασία riding fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππασίᾳ — ἱππασίαι , ἱππασία riding fem nom/voc pl ἱππασίᾱͅ , ἱππασία riding fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππασία — η 1. έφιππη πορεία, το να τρέχει κάποιος πάνω σ άλογο: Αγώνες ιππασίας. 2. τέχνη να ιππεύει κάποιος: Μαθαίνει ιππασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἱππάσια — ἱππάσιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππασίας — ἱππασίᾱς , ἱππασία riding fem acc pl ἱππασίᾱς , ἱππασία riding fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππασίαι — ἱππασία riding fem nom/voc pl ἱππασίᾱͅ , ἱππασία riding fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππασίαν — ἱππασίᾱν , ἱππασία riding fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππασιῶν — ἱππασία riding fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππασίαις — ἱππασία riding fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππασίην — ἱππασία riding fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)